ἰκανοκόσμητος

ἰκανοκόσμητος
ἰκανο-κόσμητος, hinreichend geschmückt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ικανοκόσμητος — ἱκανοκόσμητος, ον (Μ) πλούσια στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + κοσμώ «στολίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”